- διοιδαίνω
- βλ. διοιδώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διοιδώ — διοιδῶ ( έω) και διοιδαίνω (Α) [οιδώ, οιδαίνω] 1. (για μέλη τού σώματος) πρήζομαι 2. φουσκώνω από οργή 3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή 4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» οργίζομαι … Dictionary of Greek